Συνέχεια από το προηγούμενο

Αθήνα, Μπραχάμι, 16 Νοεμβρίου 2001, αργά το μεσημέρι.

Μέσα από την αραιή συννεφιά, ένας θαμπός ήλιος έλουζε με τις ξεψυχισμένες ακτίνες του το διαμπερές τρίφατσο τριάρι. Στην κουζίνα που μύριζε κάπως κρεμμύδι, το φορητό ραδιοCD έπαιζε το «Νυχτολούλουδο» της Δέσποινας Βανδή, ενώ Εκείνη τακτοποιούσε στο ντουλάπι τα φρεσκοπλυμμένα τσανάκια. Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο…

– Ναιαιαιαί;

– Κοράκλα μου!

– Μπαμπούλη μου! Αχ! Καλέ, σε έπαιρνα χθές το απόγευμα και δεν απαντούσες! … Πώς; Σου ανέβηκε η πίεση; … Πολύ; … Και σου έχω πεί να μη τρώς αλμυρά! … Α, κατέβηκε; … Α, ωραία. … Πώς; … Οχι καλέ, δεν θα βγούμε το Σάββατο, εδώ θα είμαστε.

– Ωραία! Θα σας βγάλω έξω, να γνωρίσετε και την αρραβωνιαστικιά μου! Θα πάμε γιά φαγητό, και μετά έχω κλείσει τραπεζάκι στην Κατερίνα Στανίση!

– Αρραβωνιστικιά;;! Καλέ, τί λές;;!;; Αρραβωνιάστηκες χωρίς να μας το πείς;;!;; … Τί; Περίπου; … Αχ! Θα τρελλαθώ! … Εξαιρετική κυρία; … Καλά, θα δώ το Σάββατο…

Σάββατο βράδυ, 17 Νοεμβρίου 2001.

– Σούλα, τέλειωνε βρε αγάπη μου, τον στήσαμε τον μπαμπά σου και την αρραβωνιστικιά! Στο parking περιμένουν!

-Αχ, μιά στιγμή, τις βλεφαρίδες μου! Ερχομαι! Εβαλες βενζίνη στο κυπαρισσί GLS;

– Εβαλα 5 ολόκληρα τεράστια λίτρα, μιά και θα πάμε μακρυά…

Λίγο αργότερα, τα χαλίκια του parking της κοσμικής ψησταριάς κροτάλιζαν κάτω από τα κορεάτικα λάστιχα του κυπαρισσί GLS. Τα αμυγδαλωτά μάτια Εκείνης, άν και σκιασμένα από την άψογη μάσκαρα, διέκριναν αμέσως την αστραφτερή μαύρη BMW 318iS Coupe του `95 με τα μαύρα τζάμια και τις 18άρες 5άκτινες χρωμέ OZ που έλαμπαν κάτω από τα φώτα.

– Τάκη! Καλέ, νά αυτοκίνητο του μπαμπά! Και έχει θέση δίπλα!

Σχεδόν αμέσως, η δεξιά πόρτα της δίπορτης BMW άνοιξε. Από το εσωτερικό της, και από τα 6 woofers ξεχύθηκε στο parking το μπάσο της φωνής του Βασίλη Καρρά, κάνοντας τα τζάμια του κυπαρισσί GLS -που δεν ήταν και πολύ καλής ποιότητας- να τρίξουν.
Σχεδόν ταυτόχρονα, στο άνοιγμα της πόρτας ξεπρόβαλε μία μαύρη σουέτ γόβα με χρυσές ντιαγκονάλ ρίγες και χρυσό τακούνι περίπου 12 πόντων.
Την γόβα ακολούθησε μία υπέροχη γάμπα σε μαύρο καλσόν με ραφή, το οποίο, όπως αποδείχθηκε αργότερα, δεν ήταν καλσόν, αλλά κάλτσα ακολουθούμενη από ζαρτιέρες λίγο πιό πάνω.
Αυτό που ακολούθησε την γόβα και την γάμπα, ήταν σχεδόν απερίγραπτο…
Ο Τάκης και η Σούλα έμειναν εμβρόντητοι, ακίνητοι, στα χαλίκια του parking -και έκανε και κρύο.

Πρέπει να ξεπερνούσε αρκετά το 1,85 μαζί με τις γόβες, και ήταν απροσδιόριστης ηλικίας. Τα πλούσια κατάξανθα μαλλιά πλαισίωναν ένα εντυπωσιακά αισθησιακό πρόσωπο με ελαφρώς τονισμένα ζυγωματικά, υπέροχα μεγάλα γαλανά μάτια, και χαμογελαστά σαρκώδη χείλια βαμμένα με κατακόκκινο κραγιόν.
Φορούσε μία μαύρη κάπα από συνθετική γούνα με χρυσές ντιαγκονάλ ρίγες, μαύρη στενή φούστα λίγο πάνω από το γόνατο, και χρυσή μπλούζα με βαθύ ντεκολτέ που αποκάλυπτε ότι μπορούσε από το βαρύ στήθος της.
Τους χαμογέλασε ζεστά, της χαμογέλασαν κι αυτοί κάπως αμήχανα, ενώ ταυτόχρονα ο κύριος Γρηγόρης έβγαινε από την BMW.

– Κοράκλα μου!

– Μπαμπούλη μου!  -μάτς, μούτς.

– Παιδιά, να σας γνωρίσω την Σβετλάνα! … Σβετλάνα, η κόρη μου η Σούλα, και ο γαμπρός μου ο Τάκης! … Αντε, πάμε τώρα μέσα, κάνει ψόφο!

Λίγο αργότερα, η ατμόσφαιρα γύρω από το τεράστιο τραπέζι, ήταν μία όμορφη ατμόσφαιρα, το δε τεράστιο τραπέζι άντεχε άνετα το βάρος από τις πιατέλες, πιατελίτσες, πιάτα, πιατάκια, με γουρουνόπουλα, κοντοσούβλια, παϊδάκια, κεφαλάκια αρνίσια, μπριζόλες, λουκάνικα, κοκορέτσια, σπληνάντερα, μπομπάρια, γαρδούμπες, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει.

– Τάκη; Καλέ, το τραπέζι είναι σαν εκείνο στο όνειρο που είχες δεί! Εκείνο με την ψησταριά! Νάτο καλέ! Βγήκε το όνειρο!

Ομως Εκείνος δεν την άκουγε πιά. Αλλωστε, το όνειρο είχε γίνει πιά πραγματικότητα. Είχε ήδη ξεχάσει την μυρωδιά από τις φακές που ήταν αποτυπωμένη ανεξίτηλα στην μύτη του, και με ελαφρώς γουρλωμένο μάτι είχε καρφώσει το πηρούνι σε ένα μπουτάκι αρνίσιο και ετοιμαζόταν να το καταπιεί αμάσητο όλο μαζί.

Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι που οι πιατέλες γέμισαν κόκκαλα, και όλοι έγειραν πλέον πίσω στις άβολες καρέκλες. Ολοι, εκτός από Εκείνον, που ήταν ακόμα αφοσιωμένος σε ένα κομμάτι σπληνάντερο και σε μερικά παγωμένα παϊδάκια.

Λίγο αργότερα, και ενώ το γκαρσόνι είχε ήδη φέρει το dessert (γιαούρτι με μέλι και καρύδια), η περί ανέμων και υδάτων συζήτηση γύρω από το ξεφορτωμένο από τα κόκκαλα τραπέζι ήταν πολύ ευχάριστη -ευτυχώς, τα ελληνικά της Σβετλάνας ήταν σχεδόν άψογα.
Ομως, ο κύριος Γρηγόρης αποφάσισε κάποια στιγμή να την συγκεκριμενοποιήσει…
Αναψε άλλο ένα Dunhill, και το imitation Rolex άστραψε στο χέρι του στο φώς της φλόγας του imitation Cartier. Επιασε τρυφερά το χέρι της Σβετλάνας με τα άψογα κόκκινα νύχια, και είπε:

– Παιδιά, σας το είπαμε; Δεν σας το είπαμε! Η Σβετλάνα μου έχει πέντε εγγόνια στο Βλαδυβοστόκ!

– Αντε καλέ! Μα εσείς είστε τόσο νέα! -είπε Εκείνη έκπληκτη.

– Αχ, είχα παντρευτεί πολύ μικρή… Εχω τρείς κόρες! -είπε η Σβετλάνα κατακολακευμένη.

– Αχ, τί ωραία! Αχ, πέντε εγγονάκια! Αχ, να τα χαίρεστε! -είπε ενθουσιασμένη Εκείνη.

– Ναι, αλλά εγώ δεν έχω ούτε ένα εγγόνι! -διέκοψε ο κύριος Γρηγόρης…

– Εεεε…

– Εμένα πότε θα μου κάνετε εγγόνι; Ε; -συνέχισε…

– [Τάκη, γιατί με αγριοκοιτάς;!] -ψιθύρισε Εκείνη με γνήσια απορία.

– [ … ]

– [Καλέ, μή με αγριοκοιτάς!]

– [Θα σου πώ μετά εσένα!] -ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του Εκείνος, ξεχνώντας την σόδα που σκόπευε να παραγγείλει.

– [Καλέ, μή με κοιτάς έτσι! Εγώ δεν ξέρω τίποτα!]

Ενας ηλεκτρισμός απλώθηκε στην ατμόσφαιρα πάνω από τα πιατάκια με το γιαούρτι, τα καρύδια και το μέλι… Ενας ηλεκτρισμός που δεν πέρασε απαρατήρητος…

  

Γιατί την αγριοκοιτάει ;;

Τί θα της «πεί» μετά ;;

Θα ανάψει και άλλο Dunhill ο κύριος Γρηγόρης ;;

 

Η συνέχεια στο επόμενο

Photos: BMW Group
BMW 3 Series Touring Art Car by Sandro Chia 1992