Συνέχεια από το προηγούμενο…
Αθήνα, Μπραχάμι, 25 Ιουνίου 2001
Είχε ήδη ξημερώσει ένα θαυμάσιο ηλιόλουστο πρωί, όχι πολύ ζεστό ευτυχώς. Το Μπραχάμι έλαμπε. Το ίδιο και η κουζίνα του διαμπερούς τρίφατσου τριαριού.
Εκείνη, είχε ξυπνήσει εδώ και 20 λεπτά, και παρ’ότι δεν είχε προλάβει να βαφτεί, ήταν εξίσου όμορφη όπως και βαμμένη, πράγμα σχεδόν ακατόρθωτο γιά τις περισσότερες προσεκτικά σπατουλαρισμένες γυναίκες, που συνήθως είναι τρομακτικές ως αγουροξυπνημένες.
– Καλημέρα αγάπη μου! -της είπε Εκείνος, κοιτάζοντάς την χαμογελαστά με τα πρησμένα από τον ύπνο μάτια του. Είχε ξυπνήσει με μία ανεξήγητα καλή διάθεση εκείνο το πρωί…
– Καλημέρα γλυκέ μου! -του είπε Εκείνη, και τον πλησίασε με εκείνο το λικνιστικό βάδισμα που παρέμενε εντυπωσιακό παρ’όλες τις σαγιονάρες. Του έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι στο μάγουλο, και του χαμογέλασε γλυκά, πεταρίζοντας χαριτωμένα τις χωρίς μάσκαρα βλεφαρίδες της.
Αρχισε να πίνει τον καφέ του ανάβοντας το πρώτο τσιγάρο της ημέρας, ενώ τα αμυγδαλωτά μάτια της τον κοίταζαν εξεταστικά…
– Καλέ; Τί όνειρο έβλεπες και παραμιλούσες; Γλυκέ μου, με τρόμαξες μέσα στα άγρια μεσάνυχτα!
– Τί; Παραμιλούσα;; Εγώ; Τί έλεγα; Γιατί δεν με ξύπνησες;
– Αχ! Παραμιλούσες τόσο χαμογελαστά, που δεν ήθελα να σου χαλάσω το όνειρο!
Και είχες ένα τόσο ευτυχισμένο ύφος! Αχ! Δεν μπορείς να φαντασθείς!
– Τί έλεγα, που παραμιλούσα; Πές μου!
– Καλέ, θα σου πώ! Αλλά πές μου εσύ πρώτα το όνειρο!
– Καλά… Ημασταν, λέει, σε έναν μεγάλο πολύ ωραίο δρόμο, σε μία μεγάλη ευθεία…
– Με πόσες λωρίδες;
– Μή με διακόπτεις! Με 3 λωρίδες ήτανε!
– Α…
– …λοιπόν, ήμασταν, λέει, στην μεγάλη ευθεία με το κυπαρισσί GLS, είχαμε αναμμένο και το air condition, και πηγαίναμε με 180. Και ακούγαμε μουσική στο ραδιοCD.
– Τί ακούγαμε;
– Αντζελα! Μή με διακόπτεις, σου είπα! Θα το ξεχάσω το όνειρο!
– Α… καλά…
– …λοιπόοοον: Και πηγαίναμε, και πηγαίναμε, και πηγαίναμε, και προσπερνούσαμε συνέχεια τα άλλα αυτοκίνητα που πήγαιναν σιγά.
Και πηγαίναμε, και πηγαίναμε, και μετά είδαμε δεξιά ένα πολύ μεγάλο, ωραίο βενζινάδικο. Και σταματήσαμε στο βενζινάδικο.
– Και μετά;
– Μετά, κατέβασα το τζάμι, και του είπα του βενζινά, να το γεμίσει! Να το φουλάρει!
– Να το φουλάρει; Σοβαρά; Καλέ, εσύ στα βενζινάδικα τους λές πάντα να βάλουν 3 λίτρα!
– Αφού ήταν όνειρο! Μή με διακόπτεις!
– Και το φουλάρισε;
– Το φουλάρισε!
– Και τον πλήρωσες;
– Τον πλήρωσα!
– Καλέ, πώς; Τόσα πολλά λεφτά;
– Μή με διακόπτεις! Λοιπόοον: Τον πλήρωσα, και ξαναξεκινήσαμε! Και μετά, ο δρόμος άρχισε να έχει στροφές. Πολλές στροφές. Και μετά, πείνασα.
– Πείνασες; Δεν είχες φάει;
– Είχα φάει φακές, και μία ελιά…
– Οδηγώντας;
– Οχι! Δεν ήταν στο όνειρο οι φακές!
– Α… Και μετά;
– Και μετά, που λές, είδαμε δεξιά μία πολύ ωραία ψησταριά κάτω από έναν πλάτανο. Και που λές, σταματήσαμε στην ψησταριά, και καθίσαμε σε ένα τραπέζι γιά 6 άτομα!
– Σοβαρά;
– Ναί! Και αρχίσαμε και παραγγέλναμε, και παραγγέλναμε, και παραγγέλναμε!
Τί παϊδάκια, τί κοκορέτσια, τί αρνιά σούβλας με τα κιλά! Μπομπάρια, λουκάνικα, σουβλάκια, μπριζόλες χοιρινές, μοσχαρίσιες, κεφαλάκια αρνίσια! Παραγγέλναμε, μέχρι που γέμισε το τραπέζι, και δεν χωρούσε άλλο!
– Αυτό, των 6 ατόμων;
– Ναί!
– Πήραμε και τζατζίκι που μου αρέσει;
– Νομίζω, ναί…
– Και μετά;
– Ε, αρχίσαμε και τρώγαμε, και τρώγαμε, και τρώγαμε! Δε μου λές; Τί θα γίνει; Θα μου πείς τί έλεγα όταν παραμιλούσα;
– Θα σου πώ καλέ! Λοιπόν, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, άρχισες και φώναζες: «Πού’σαι, Μάστορα! Πιάσε άλλο ένα σπληνάντερο! Α! Και ένα κοντοσούβλι, δυό κοκορέτσια ακόμα, και δυό μοσχαρίσιες καλοψημένες!»
– Φώναζα εγώ τέτοιο πράγμα;!;
– Ναί, γλυκέ μου! Αφού σου λέω, αλαφιάστηκα μέσα στ’άγρια μεσάνυχτα! Κατατρόμαξα! Αλλά, πές μου τί έγινε μετά στο όνειρο! Εχω αγωνία!
– Α, ναι… Λοιπόν, μετά, του είπες εσύ ότι δεν θέλεις άλλη από αυτές τις τεράστιες μοσχαρίσιες, και να σου φέρει ένα ψαρονέφρι.
– Αχ, ναί, μου αρέσει το ψαρονέφρι! Και μετά;
– Μετά, παραγγείλαμε και γουρουνόπουλο σούβλας.
– Καλέ, τί λές; Εφαγα εγώ γουρουνόπουλο σούβλας; Ξέρεις πόσες θερμίδες έχει;
– Α, δεν ξέρω, δεν ξέρω… Μετά ξύπνησα. Ξύπνησα, αλλά πεινούσα, παρ’όλο το γουρουνόπουλο!
– Πεινούσες;!; Πώς πεινούσες; Αλλά, τί λέω καλέ; Αφού το γουρουνόπουλο ήταν στο όνειρο! Γλυκέ μου, πεινούσες, γιατί χθές δεν έφαγες όλες τις φακές σου! Ούτε και τις δύο ελιές σου! Εφαγες μόνο τη μία!
Μερικά λεπτά αργότερα, και ενώ Εκείνος άναβε το τέταρτο τσιγάρο της ημέρας, προσπαθώντας να καταπολεμήσει την πείνα που τον είχε κυριεύσει πρωί – πρωί, Εκείνη έδειχνε αρκετά σκεπτική…
– Λοιπόν, αυτό το όνειρο μου φαίνεται σημαδιακό! Θα πάρω την Μαμά που ξέρει από όνειρα να μου πεί τί σημαίνει!
– Ωωχχχ…
– Πώς;
– Τίποτα, τίποτα… Φεύγω! Αργησα!
Μετά από μία ώρα, το τηλέφωνο είχε ανάψει, και ο ΟΤΕ ήταν πανευτυχής…
– …ναί, καλέ Μαμά! Αφού σου λέω, με το γουρουνόπουλο τελείωσε το όνειρο!
– Φώς-Φανάρι! -απεφάνθη η μοχθηρή, υψίσυχνη φωνή Αυτής, από την άλλη άκρη της γραμμής, στα Σούρμενα.
Και το τσιριχτό γέλιο της, που θα μπορούσε άνετα να κάψει οποιοδήποτε tweeter, διαπέρασε τα καλώδια, και έφθασε μέχρι το Μπραχάμι, κάνοντας Εκείνη να τραβήξει απότομα το ακουστικό από το αυτί της…
– Φώς-Φανάρι; Τί θα πεί αυτό;
– Ναί, καλέ! Φώς-Φανάρι! «Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύται»!!
– Τί λές καλέ Μαμά; Ποιά καρβέλια; Κοψίδια ονειρευόταν!
– Αχ, κοριτσάκι μου αθώο! Απονήρευτο! Πεινάει βρέ! Πεινάει!! Γι’αυτό ονειρεύεται καρβέλια -συγγνώμη, κοψίδια! -εξήγησε Αυτή, όσο πιό τσιριχτά μπορούσε…
Και μετά από μία μικρή παύση, κατά την οποία ξαναξεκαρδίστηκε κακαριστά, συνέχισε ακάθεκτη:
– Αχ, κοριτσάκι μου, που θα σε πεθάνει στην πείνα ο αχαϊρευτος! Αμ, στα έλεγα εγώ! Αλλά δεν τον ήθελες τον κύριο Λάζαρο τον κρεοπώλη, τον νοικοκύρη τον άνθρωπο, τον προκομένο! Εσύ, εκεί! Τον άχρηστο! Αλλά, πού να την ακούσεις τη μάνα σου! Αγύριστο κεφάλι! Ιδια ο πατέρας σου! Ξεροκέφαλη!
Ο μονόλογος συνεχίσθηκε γιά άλλα 20 λεπτά, μέχρι που Εκείνη αποφάσισε να κλείσει το τηλέφωνο, και να επιστρέψει στην κουζίνα, να βάλει τα ρεβύθια να μουλιάζουν από νωρίς, γιατί δεν ήταν και πολύ βραστερά.
Μιά σκιά καχυποψίας είχε αντικαταστήσει τη μάσκαρα στα αμυγδαλωτά μάτια της εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό…
Πόσο θα κρατούσε αυτή η σκιά ;;
Περισσότερο απ’όσο αντέχει συνήθως η μάσκαρα ;;
Η συνέχεια στο επόμενο…
29 Σχόλια
Comments feed for this article
06/03/2007 στις 11:49
dodos
Μέσα στη Σαρακοστή να περιγράφεις αμαρτωλά όνειρα με κοψίδια… Κάνει;
06/03/2007 στις 17:19
H.Constantinos
Δεν το είχα σκεφτεί αυτό!
Αποκλείεται να μου βάλει link το site της Αρχιεπισκοπής!
Δεν φαντάζομαι όμως να με αφορίσει ο Χριστόδουλος… Δείχνει αρκετά ανοιχτό μυαλό…
06/03/2007 στις 21:26
dodos
Aν τυχόν σε αφορίσει, τότε θα τού ζητήσεις να επεκτείνει τον αφορισμό και στα ελαστικά τού Μοιραίου Αυτοκινήτου- παραφράζοντας τον Λασκαράτο. ;-)
06/03/2007 στις 23:26
H.Constantinos
Κάτι δεν θυμάμαι… Κάτι χάνω τώρα εδώ…
Εχω να διαβάσω Λασκαράτο (δεν παίζεται ο άνθρωπος!) από την 3η Γυμνασίου… (Πρέπει να ήταν με τις Πρώτες Σταυροφορίες, μην ήταν και πιό πριν…)
07/03/2007 στις 07:47
dodos
Πιστεύεται, ότι ο «αφορισμένος» δεν… λιώνει, μεταθανατίως- αντίθετα προς τον καλό χριστιανό… (!)
Όταν ο δεσπότης αφόρισε τον Λασκαράτο, ο ποιητής τού εμήνυσε να κάνει το ίδιο με τα παπούτσια τών παιδιών του (είχε και αρκετά), ώστε να μη λιώνουν και δεν προλαβαίνει να τους πληρώνει καινούργια…
07/03/2007 στις 12:36
H.Constantinos
Απολύτως άψογο!
Πώς δεν το σκέφτηκαν στην Michelin και στην Pirelli ? Σλόγκαν τέλειο !
«Michelin ! Τα αφορισμένα λάστιχα !»
07/03/2007 στις 13:07
ralou
Είναι πρωί ακόμα.
Από το διπλανό διαμέρισμα ακούω Εκείνον να φεύγει για την δουλειά.
Το παίρνω απόφαση ξαφνικά. Θα την επισκεφτώ. Τι σόι γειτόνισσες είμαστε.
Είπα και κάτι άσχημα λόγια για αυτήν την περασμένη φορά πρέπει κάπως να επανορθώσω.
Με τις στραβοπατημένες μου παντόφλες , την λουλουδάτη ρόμπα μου και πεσκέσι στο χέρι ένα πιάτο με τα χθεσινά κουλουράκια χτυπάω την πόρτα της.
Το ξέρω ότι είμαι κακοντυμένη, αλλά νομίζω έτσι θα την γνωρίσω καλύτερα. Δεν θα αισθανθεί να απειλείται από την απαστράπτουσα ομορφιά και γοητεία μου.
Μου ανοίγει χωρίς καμιά καθυστέρηση. Ίσως να νόμισε ότι Εκείνος επέστρεφε να πάρει κάτι που ξέχασε.
Φοράει και αυτή τισερτ και παντελόνι φόρμας και τις παντόφλες της, εκείνες με τα ροζ γουρουνάκια, στη μία το ένα αυτί λείπει.
Αν δεις μια γυναίκα χωρίς τα όπλα της, το μόνο που σε σώζει είναι να μην οπλοφορείς και η ίδια!
Της προτείνω τα κουλουράκια και η μυρωδιά της βανίλιας μπουκώνει την μύτη της. Τα αρπάζει και με προσκαλεί μέσα.
Με βάζει να καθίσω στους σατέν καναπέδες.
Μου φτιάχνει καφέ –με λιγοστό καφέ! Εδώ οι οικονομίες φαίνονται αιματηρές-
Σιγά σιγά μου ανοίγεται.
Ειδικά όταν της λέω πόσο ορεκτικά μυρίζουν οι φακές που μαγειρεύει. Ε καλά! Είμαι μανούλα εγώ σε τέτοια!
Μου μιλάει για τις παλιές καλές μέρες που τα ψητά γουρουνόπουλα και τα σουβλάκια από το ντιλιβερι έρχονταν καθημερινά, τόσο καθημερινά που το ψητοπωλείο έριξε και δεύτερο όροφο από πάνω μόνο και μόνο από τις παραγγελίες τους.
Και μετά μου ξεφουρνίζει το συγκινητικό μυστικό:
Καλέ αυτή τον αγαπάει!!!
Τα τερτίπια με τις ανάγκες για σίδηρο τις έχει προ πολλού απομυθοποιήσει, καλά που είναι και η μαμά που της άνοιξε τα μάτια.
Όμως αποφάσισε ότι αφού Εκείνος έχει τόσες οικονομικές δυσκολίες θα τον στηρίξει σε ότι θέλει, χωρίς να θίξει τον εγωισμό του.
Γινόμαστε φίλες μετά από όλες αυτές τις εκμυστηρεύσεις και στο τέλος όπως με ξεπροβοδίζει μέχρι το χωλ μου ψιθυρίζει συνωμοτικά ότι αυτή το στηρίζει το στεφάνι της μεν, αλλά πρέπει να φύγει τώρα γιατί έχουν ραντεβού με τον Άλλο στα Βλάχικα για κανένα κοψίδι. Με το Saab του!
Τι να πει κανείς.
Κάθε μεγάλη και απελπισμένη προσπάθεια χρειάζεται τον Σπόνσορα της για να ευοδωθεί.
Δυσκολεύτηκε λίγο, αλλά τώρα που τον βρήκε…
——–Τι εννοείς αγάπη μου, «Πάλι κρέας έφτιαξες;»
——–Άντε μην βρω και εγώ κανένα Σπόνσορα!
——–Και μετά πηγαίνεις πάλι στη μανούλα για λαδερά!
07/03/2007 στις 16:03
nosyparker
Κων/νε, τι είναι αυτά τα μπομπάρια πάλι; ‘Ολο άγνωστες λέξεις μου βάζεις.
07/03/2007 στις 17:58
H.Constantinos
Α, ώστε έτσι;;!;; Εχει γκόμενο η κυρία;; Ααα, την.. τ-τ-την… την…. την άντε να μή πώ!! Και με Saab κιόλας!
Δεν φαντάζομαι να είναι ο κύριος Λάζαρος ο κρεοπώλης…; Αυτός έχει Mercedes Kompressor. Αλλά, δεν ξέρουμε, μήπως άλλαξε αυτοκίνητο;
Πρέπει να ειδοποιήσω Εκείνον, που νομίζει ο άνθρωπος πως όποτε λείπει είναι στη μάνα της! Και δεν παίρνει τηλέφωνο να το τσεκάρει, γιά να μήν ακούσει την τσιριχτή φωνή Αυτής!! Πώ πώ πλεκτάνη!
Πώ πώ, τί έπαθε ο δυστυχισμένος! Τού’χει πλέξει το κέρατο περιπλοκάδα!
Δεν γίνεται, πρέπει να βάλει βενζίνη στο κυπαρισσί GLS και να πάει στα Βλάχικα να δεί μήπως την πιάσει επ’αυτοφώρω, τώρα που μάθαμε πού την πηγαίνει ο Αλλος!
Αλλά, πρέπει να μάθουμε τί χρώμα είναι το Saab και τί μοντέλο!
Να είναι 9-3; Μήπως 9-5; Μήπως 9-3 Cabriolet;
07/03/2007 στις 18:08
H.Constantinos
Nosy, το μπομπάρι είναι κάτι σαν λουκάνικο, αλλά πολύ διαφορετικό και πιό χοντρό, γιατί γίνεται με παχύ έντερο.
Εχει μέσα ψιλοκομμένο χοιρινό κρέας (με το μαχαίρι ή το μπαλταδάκι, όχι κιμά), και ανάλογα με την περιοχή, μερικοί βάζουν επίσης λίγο συκώτι ή και λίγο πνευμόνι, ανάλογα με τα γούστα.
Σε κάθε περίπτωση όμως το μπομπάρι έχει οπωσδήποτε πράσο, και επίσης πληγούρι. Ολη η μαγκιά είναι σε αυτά τα δύο.
Α, λέγεται και μπομπάρα.
Πρόκειται περί γευστικού οργασμού!
(Μήπως να γραφτώ και στο nosy-μαγειρικό…;)
07/03/2007 στις 19:37
dodos
«…εκείνες με τα ροζ γουρουνάκια, στη μία το ένα αυτί λείπει».
H ralou μάς έχει …στείλει (ειδικά με τις καυτές λεπτομέρειες)!
07/03/2007 στις 21:08
H.Constantinos
Ντόντε, το ψητοπωλείο που έκανε πανωσήκωμα μόνο με το «ντιλιβερυ» (!!!) του τριαριού;;;!;;
Ο δε Αλλος που συχνάζει στα Βλάχικα, έχει Saab και όχι Mercedes !!!
07/03/2007 στις 23:49
ralou
Tι cabrio, λες τωρα constantine!
Και να χαλάσει την κόμμωση με το σοφιστικέ σινιόν και την τουφα που πέφτει ανέμελα στο ένα μερός του προσώπου!
Εχει που έχει πρόβλημα όταν ξεκοκκαλίζει τα παϊδάκια με αυτό το τσουλούφι!
Οσο για τον κερατωμένο, να του πείς ότι στο ρετιρε μένει μια ζουμπουρλού χήρα με κομπόδεμα που …
Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία…
Σημειολογικά dodos το αυτί που λείπει στα γουρουνάκια συμβολίζει την αυξανόμενη διαροή στην δεξαμενή της οικογενειακής ευδαιμονίας.
Αντε! όλα πια θα σας τα εξηγήσω;
07/03/2007 στις 23:55
H.Constantinos
Ντόντε!! Τρέχα!! Χάνεις!! Χάνεις!!
Αυτό με την zoumbourlosa χήρα με το κομπόδεμα πρέπει να το δώ!!
Μπορεί να χρειασθεί να κάνω αλλαγές στο σενάριο!!
08/03/2007 στις 00:09
ralou
Α! οχι όχι constantine!
αυτό θα ήταν ιεροσυλία.
Δεν θελω να επιρρεάσω τo concept σου.
Οι δικές μου παρεμβάσεις ας λειτουργούν παράλληλα, καθόλου δεν θέλω να καπελώσω το πόνημα σου.
Γιατί να ξέρεις, μου έρχονται απίστευτα πολλές ιδέες διαβάζοντας το και με κόπο ξεχωρίζω μία για να σου στείλω.
Οχι ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα!
Πως αλλιώς θα περιμένω με αγωνία την συνέχεια;
08/03/2007 στις 00:45
H.Constantinos
Ε, καλά, μπάμ κάνει ότι κάνεις επί τόπου καμμιά 20αριά νέα σενάρια!!
Αυτή η παράλληλη παραλλαγή ήταν απολύτως άψογη…
08/03/2007 στις 13:34
dodos
Ώστε από το ρετιρέ έπεσε στο μπαλκόνι του τριαριού το μαύρο Victoria’s Secret …
08/03/2007 στις 15:56
H.Constantinos
Α/ Ναί, ναί! Και ευτυχώς που έπεσε στο μπαλκόνι την ώρα που Εκείνος έβλεπε ειδήσεις στην σαλοτραπεζαρία, ενώ Εκείνη ψιλόκοβε τα κρυμμύδια γιά τις φακές. Ηταν μία ευτυχής συγκυρία.
Πρόλαβε λοιπόν και το εξαφάνισε πίσω από την γλάστρα με την καχεκτική γιούκα. Αλλωστε, τέτοιες ευκαιρίες μία φορά παρουσιάζονται.
Και την επομένη το απόγευμα, μόλις Εκείνη ξεκίνησε να πάει στη μάνα της, το πήρε, το ξετίναξε από το καστανόχωμα, και ανέβηκε στο ρετιρέ να της το δώσει…
08/03/2007 στις 15:56
H.Constantinos
Β/ Ναί, ναί! Και μάλιστα, είχε τσεκάρει πότε φεύγει να πάει στη μάνα της!
Εκείνο το μοιραίο απόγευμα, πέταξε το μαύρο Victoria’s secret στο μπαλκόνι του τριαριού, και άρχισε να ετοιμάζεται.
Φόρεσε ένα πράσινο δερμάτινο μίνι, πράσινο ψηλοτάκουνο ξώφτερνο και λαχανί σχετικά διαφανές πουκαμισάκι, ξεχνώντας ανοιχτά τα 5 από τα 7 κουμπιά του.
Κατόπιν τακτοποίησε προσεκτικά τις ξανθιές μπούκλες της, τοποθέτησε ένα καλό στρώμα make up, πράσινη σκιά στα πονηρά μάτια της, κατακόκκινο κραγιόν στα γεμάτα υποσχέσεις σαρκώδη χείλη της, και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Κατόπιν κάλεσε το ασανσέρ, και κατέβηκε στον τρίτο τυλιγμένη σε ένα αρωματισμένο σύννεφο…
08/03/2007 στις 20:11
dodos
Τα… έβγαλε τα μαύρα η χήρα;
08/03/2007 στις 21:37
H.Constantinos
«Στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι»!
08/03/2007 στις 21:52
ralou
Ημερολόγιο της Επάνω
26/06/2004 Δυο μέρες μετά τα γενέθλια μου.
«…..
Ζεστή η μέρα σήμερα! Τα ρουχα μου κολλάνε πάνω μου και θέλω να τα πετάξω. Και γιατί όχι; Πάντα ήμουν μια ωραία γυναίκα, αλλά τώρα στα σαρανταφ… ε.. τριανταφέυγα μου, είμαι πάνω στην ωριμότητα μου και στις πιο τρελές ομορφιές μου.
Εκανα ενα ντους για να δροσιστώ. Μα που στο διάτανο έχω βαλει το μαυρο σλιπ απο το σετ VS που μου χάρισε το Πάσχα ο Λαζαρος. Οχι τίποτα άλλο, μια περιουσία του στοιχισε αλλά τα έβγαλαν τα λευτά του. Εξ αιτίας του ο Λάζαρος αναστηθηκε μαζί με τον συνονόματο δυό μερες πριν μπει η Μεγαλοβδομάδα, Θεε μου σχώρα με!
Αλλα εκτός από αυτό τι να τον κάνεις τον φουκαρά. Πάω βεβαια συχνά πυκνά στο μαγαζί του, αλλά απογεύματα που είναι εκεί ο υπάλληλος του ο Λευτέρης. Καλό παιδί και γεροδεμένο. Νταραβερίζεται με μια Ελενίτσα.. σιγά την γυναίκα. Τα πρωινα ο Λευτέρης δουλεύει στα καρνάγια για να βγάλει την προίκα της αδελφής του. Τα απογεύματα ανεβαίνει στο κρεοπωλείο του Λάζαρου και τσακ… τσακ… τσακ… φετούλες την κάνει την καρδιά μου μαζί με τα φιλετάκια και τις χοιρινές μπριζόλες από λαιμο.
Ουφ ίδρωσα πάλι.
Μα που το έβαλα το σλιπάκι, το είχα απλώσει στο μαλκόνι το πρωί, τωρα που … που το έβαλα;
…….»
—–Σταμάτα αγάπη μου!
—–Ξενο ημερολόγιο διαβάζω και με κόβεις στο καλύτερο
—–Αντε και σύ και φέρε μου ενα σετάκι VS
—–και να δεις για πότε μου περνάει ο πονοκέφαλος!
08/03/2007 στις 21:55
ralou
ε να constantine,
δεν άντεξα στον πειρασμό…
Σταματάω εδώ. Το υpόσχομαι.
Σημείωσε, ότι ο Λευτέρης είναι παλιός γνώριμος του dodos!
08/03/2007 στις 22:37
dodos
Διαφημιστικό μήνυμα: Γιά να πάρετε μιάν (εντελώς πρόχειρη, βεβαίως) ιδέα τής… γεροδεμένης ομορφιάς τού Λευτέρη, περάστε από το δεύτερο βλογ μου!
08/03/2007 στις 23:17
H.Constantinos
Μήπως να αρχίσει ο κύριος Λάζαρος, ο νοικοκύρης ο άνθρωπος, ο προκομένος, να φέρνει συκωταριές και κόντρα φιλέτα στο διαμπερές τριάρι, γιατί του έχει μείνει μεγάλος νταλκάς Εκείνη, εδώ και χρόνια…;;
Ralou! Ε, όχι να σταματήσεις τώρα που ζεσταθήκαμε!
Ντόντε; Δεν μπορούσες να βάλεις ένα link? Να καθόμαστε να ψάχνουμε; Τώρα το πήρα πρέφα το νέο βλογ, καλορίζικο!
Και μου θύμισε 3Β σε παραδοσιακό σέλλερ, Ε, ρε, τα έχω ξεχάσει, είναι και από τις Πρώτες Σταυροφορίες, κάποτε επιδιδόμουν και εγώ σε αυτό το σπορ… Πρέπει να ήταν επί Μαρίας Θηρεσίας, νομίζω…
09/03/2007 στις 20:47
dodos
Μαρία Θηρεσία ήταν η μητέρα τής Μαρίας Αντουανέτας- άρα πεθερά τού καρατομηθέντος Λουδοβίκου; το ζευγάρι βέβαια είχε κάτι πιό ευρύχωρο από τριάρι στο Μπραχάμι…
Ευχαριστώ γιά την επίσκεψη στα Δεύτερα!
10/03/2007 στις 00:05
H.Constantinos
…και αντί να καρατομηθεί η πεθερά, καρατομήθηκε ο γαμπρός;
Δεν θυμάμαι καλά, ήμουν πολύ μικρός τότε.
11/03/2007 στις 13:08
georgia
Α, μ’ αρέσει κι εδώ! Καλώς όρισα!
11/03/2007 στις 16:46
H.Constantinos
Georgia, χαίρομαι που σου αρέσει το διαμπερές τρίφατσο τριάρι μας!
Καλώς όρισες!