Συνέχεια από το προηγούμενο…  

Αθήνα, Μπραχάμι, 25 Ιουνίου 2001

  Είχε ήδη ξημερώσει ένα θαυμάσιο ηλιόλουστο πρωί, όχι πολύ ζεστό ευτυχώς. Το Μπραχάμι έλαμπε. Το ίδιο και η κουζίνα του διαμπερούς τρίφατσου τριαριού.
Εκείνη, είχε ξυπνήσει εδώ και 20 λεπτά, και παρ’ότι δεν είχε προλάβει να βαφτεί, ήταν εξίσου όμορφη όπως και βαμμένη, πράγμα σχεδόν ακατόρθωτο γιά τις περισσότερες προσεκτικά σπατουλαρισμένες γυναίκες, που συνήθως είναι τρομακτικές ως αγουροξυπνημένες.

– Καλημέρα αγάπη μου! -της είπε Εκείνος, κοιτάζοντάς την χαμογελαστά με τα πρησμένα από τον ύπνο μάτια του. Είχε ξυπνήσει με μία ανεξήγητα καλή διάθεση εκείνο το πρωί…

– Καλημέρα γλυκέ μου! -του είπε Εκείνη, και τον πλησίασε με εκείνο το λικνιστικό βάδισμα που παρέμενε εντυπωσιακό παρ’όλες τις σαγιονάρες.  Του έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι στο μάγουλο, και του χαμογέλασε γλυκά, πεταρίζοντας χαριτωμένα τις χωρίς μάσκαρα βλεφαρίδες της.

Αρχισε να πίνει τον καφέ του ανάβοντας το πρώτο τσιγάρο της ημέρας, ενώ τα αμυγδαλωτά μάτια της τον κοίταζαν εξεταστικά…

– Καλέ; Τί όνειρο έβλεπες και παραμιλούσες;  Γλυκέ μου, με τρόμαξες μέσα στα άγρια μεσάνυχτα!

– Τί; Παραμιλούσα;; Εγώ; Τί έλεγα; Γιατί δεν με ξύπνησες;

– Αχ! Παραμιλούσες τόσο χαμογελαστά, που δεν ήθελα να σου χαλάσω το όνειρο!
Και είχες ένα τόσο ευτυχισμένο ύφος! Αχ! Δεν μπορείς να φαντασθείς!

– Τί έλεγα, που παραμιλούσα; Πές μου!

– Καλέ, θα σου πώ! Αλλά πές μου εσύ πρώτα το όνειρο!

– Καλά…  Ημασταν, λέει, σε έναν μεγάλο πολύ ωραίο δρόμο, σε μία μεγάλη ευθεία…

– Με πόσες λωρίδες;

– Μή με διακόπτεις! Με 3 λωρίδες ήτανε!

– Α…

– …λοιπόν, ήμασταν, λέει, στην μεγάλη ευθεία με το κυπαρισσί GLS, είχαμε αναμμένο και το air condition, και πηγαίναμε με 180. Και ακούγαμε μουσική στο ραδιοCD.

– Τί ακούγαμε;

– Αντζελα! Μή με διακόπτεις, σου είπα! Θα το ξεχάσω το όνειρο!

– Α… καλά…

– …λοιπόοοον: Και πηγαίναμε, και πηγαίναμε, και πηγαίναμε, και προσπερνούσαμε συνέχεια τα άλλα αυτοκίνητα που πήγαιναν σιγά.
Και πηγαίναμε, και πηγαίναμε, και μετά είδαμε δεξιά ένα πολύ μεγάλο, ωραίο βενζινάδικο.  Και σταματήσαμε στο βενζινάδικο.

– Και μετά;

– Μετά, κατέβασα το τζάμι, και του είπα του βενζινά, να το γεμίσει! Να το φουλάρει!

– Να το φουλάρει; Σοβαρά; Καλέ, εσύ στα βενζινάδικα τους λές πάντα να βάλουν 3 λίτρα!

– Αφού ήταν όνειρο! Μή με διακόπτεις!

– Και το φουλάρισε;

– Το φουλάρισε!

– Και τον πλήρωσες;

– Τον πλήρωσα!

– Καλέ, πώς; Τόσα πολλά λεφτά;

– Μή με διακόπτεις! Λοιπόοον: Τον πλήρωσα, και ξαναξεκινήσαμε! Και μετά, ο δρόμος άρχισε να έχει στροφές. Πολλές στροφές. Και μετά, πείνασα.

– Πείνασες; Δεν είχες φάει;

– Είχα φάει φακές, και μία ελιά… 

– Οδηγώντας;

– Οχι! Δεν ήταν στο όνειρο οι φακές!

– Α… Και μετά;

– Και μετά, που λές, είδαμε δεξιά μία πολύ ωραία ψησταριά κάτω από έναν πλάτανο. Και που λές, σταματήσαμε στην ψησταριά, και καθίσαμε σε ένα τραπέζι γιά 6 άτομα!

– Σοβαρά;

– Ναί! Και αρχίσαμε και παραγγέλναμε, και παραγγέλναμε, και παραγγέλναμε!
Τί παϊδάκια, τί κοκορέτσια, τί αρνιά σούβλας με τα κιλά! Μπομπάρια, λουκάνικα, σουβλάκια, μπριζόλες χοιρινές, μοσχαρίσιες, κεφαλάκια αρνίσια! Παραγγέλναμε, μέχρι που γέμισε το τραπέζι, και δεν χωρούσε άλλο!

– Αυτό, των 6 ατόμων;

– Ναί!

– Πήραμε και τζατζίκι που μου αρέσει;

– Νομίζω, ναί…

– Και μετά;

– Ε, αρχίσαμε και τρώγαμε, και τρώγαμε, και τρώγαμε!  Δε μου λές; Τί θα γίνει; Θα μου πείς τί έλεγα όταν παραμιλούσα;

– Θα σου πώ καλέ! Λοιπόν, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, άρχισες και φώναζες:  «Πού’σαι, Μάστορα! Πιάσε άλλο ένα σπληνάντερο! Α! Και ένα κοντοσούβλι, δυό κοκορέτσια ακόμα, και δυό μοσχαρίσιες καλοψημένες!»

– Φώναζα εγώ τέτοιο πράγμα;!;

– Ναί, γλυκέ μου!  Αφού σου λέω, αλαφιάστηκα μέσα στ’άγρια μεσάνυχτα! Κατατρόμαξα!  Αλλά, πές μου τί έγινε μετά στο όνειρο! Εχω αγωνία!

– Α, ναι… Λοιπόν, μετά, του είπες εσύ ότι δεν θέλεις άλλη από αυτές τις τεράστιες μοσχαρίσιες, και να σου φέρει ένα ψαρονέφρι.

– Αχ, ναί, μου αρέσει το ψαρονέφρι! Και μετά;

– Μετά, παραγγείλαμε και γουρουνόπουλο σούβλας.

– Καλέ, τί λές; Εφαγα εγώ γουρουνόπουλο σούβλας; Ξέρεις πόσες θερμίδες έχει;

– Α, δεν ξέρω, δεν ξέρω… Μετά ξύπνησα.  Ξύπνησα, αλλά πεινούσα, παρ’όλο το γουρουνόπουλο!

– Πεινούσες;!; Πώς πεινούσες;  Αλλά, τί λέω καλέ;  Αφού το γουρουνόπουλο ήταν στο όνειρο!  Γλυκέ μου, πεινούσες, γιατί χθές δεν έφαγες όλες τις φακές σου!  Ούτε και τις δύο ελιές σου! Εφαγες μόνο τη μία!

Μερικά λεπτά αργότερα, και ενώ Εκείνος άναβε το τέταρτο τσιγάρο της ημέρας, προσπαθώντας να καταπολεμήσει την πείνα που τον είχε κυριεύσει πρωί – πρωί, Εκείνη έδειχνε αρκετά σκεπτική…

– Λοιπόν, αυτό το όνειρο μου φαίνεται σημαδιακό! Θα πάρω την Μαμά που ξέρει από όνειρα να μου πεί τί σημαίνει!

– Ωωχχχ…

– Πώς;

– Τίποτα, τίποτα… Φεύγω! Αργησα!

Μετά από μία ώρα, το τηλέφωνο είχε ανάψει, και ο ΟΤΕ ήταν πανευτυχής…

– …ναί, καλέ Μαμά! Αφού σου λέω, με το γουρουνόπουλο τελείωσε το όνειρο!

– Φώς-Φανάρι! -απεφάνθη η μοχθηρή, υψίσυχνη φωνή Αυτής, από την άλλη άκρη της γραμμής, στα Σούρμενα. 
Και το τσιριχτό γέλιο της, που θα μπορούσε άνετα να κάψει οποιοδήποτε tweeter, διαπέρασε τα καλώδια, και έφθασε μέχρι το Μπραχάμι, κάνοντας Εκείνη να τραβήξει απότομα το ακουστικό από το αυτί της…

– Φώς-Φανάρι; Τί θα πεί αυτό;

– Ναί, καλέ! Φώς-Φανάρι!  «Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύται»!!

– Τί λές καλέ Μαμά; Ποιά καρβέλια; Κοψίδια ονειρευόταν!

– Αχ, κοριτσάκι μου αθώο! Απονήρευτο! Πεινάει βρέ! Πεινάει!!  Γι’αυτό ονειρεύεται καρβέλια -συγγνώμη, κοψίδια! -εξήγησε Αυτή, όσο πιό τσιριχτά μπορούσε…
Και μετά από μία μικρή παύση, κατά την οποία ξαναξεκαρδίστηκε κακαριστά, συνέχισε ακάθεκτη:
– Αχ, κοριτσάκι μου, που θα σε πεθάνει στην πείνα ο αχαϊρευτος! Αμ, στα έλεγα εγώ! Αλλά δεν τον ήθελες τον κύριο Λάζαρο τον κρεοπώλη, τον νοικοκύρη τον άνθρωπο, τον προκομένο! Εσύ, εκεί! Τον άχρηστο!  Αλλά, πού να την ακούσεις τη μάνα σου! Αγύριστο κεφάλι! Ιδια ο πατέρας σου! Ξεροκέφαλη!

Ο μονόλογος συνεχίσθηκε γιά άλλα 20 λεπτά, μέχρι που Εκείνη αποφάσισε να κλείσει το τηλέφωνο, και να επιστρέψει στην κουζίνα, να βάλει τα ρεβύθια να μουλιάζουν από νωρίς, γιατί δεν ήταν και πολύ βραστερά. 
Μιά σκιά καχυποψίας είχε αντικαταστήσει τη μάσκαρα στα αμυγδαλωτά μάτια της εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό…
 

Πόσο θα κρατούσε αυτή η σκιά ;;

Περισσότερο απ’όσο αντέχει συνήθως η μάσκαρα ;;
 

Η συνέχεια στο επόμενο